παιδεῖον

παιδεῖον
παίδειος
of
masc/fem acc sg
παίδειος
of
neut nom/voc/acc sg
παιδεῖος
of
masc/fem acc sg
παιδεῖος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παίδειον — παίδειος of masc/fem acc sg παίδειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδειος — παίδειος, ον και παιδεῑος, ον ιων. τ. παιδήϊος, ίη, ον (Α) [παις, παιδός] 1. αυτός που ανήκει σε παιδί, ο σχετικός με τα παιδιά, ο παιδικός 2. αυτός που προέρχεται από τα παιδιά 3. το ουδ. ως ουσ. το παιδεῑον πιθ. παιδικό ένδυμα 4. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”